Το Μαργαριτάρι είναι ένα σκληρό υλικό, προερχόμενο από το εσωτερικό ζωντανών μαλακίων που φέρουν όστρακο, ενώ μπορεί να είναι φυσικά ή καλλιεργημένα. Η λέξη μαργαριτάρι προέρχεται από την ελληνική λέξη μαργαρίτης, η οποία έχει τις ρίζες της στην περσική λέξη “marvarit”. Όταν ένα ξένο σώμα εισέρχεται στο κοχύλι ενός στρειδιού, τότε το όστρακο εκκρίνει μια λεία, σκληρή, κρυστάλλινη ουσία, που ονομάζεται μάργαρο, προκειμένου να προστατευθεί. Τα μαργαριτάρια αποτελούν σύμβολο αγνότητας, αρετής, ευτυχίας, δύναμης, εξουσίας και πλούτου.
Η βασική διάκριση των μαργαριταριών είναι σε φυσικά μαργαριτάρια ή αλλιώς Genuine και στα Καλλιεργημμένα μαργαριτάρια. Η δημιουργία του μάργαρου στο εσωτερικό του όστρακου γίνεται φυσικά, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, ωστόσο, όταν το μαργαριτάρι αποκτήσει ένα ικανοποιητικό μέγεθος συλλέγεται. Για αυτό το λόγο ένα φυσικό μαργαριτάρι έχει τυχαίο μέγεθος και χρώμα. Τα καλλιεργημένα μαργαριτάρια δημιουργούνται όταν τοποθετείται ένα πετραδάκι μέσα στο όστρακο, έτσι ώστε να προκληθεί η έκκριση του μαργάρου και δημιουργία του μαργαριταριού, το οποίο μπορεί να συλλεχθεί μετά από 12 με 18 μήνες.
Για την αξιολόγηση των μαργαριταριών, λαμβάνονται υπόψιν το σχήμα, το μέγεθος, η επιφάνεια, το χρώμα και η γυαλάδα. Το ιδανικά μαργαριτάρια είναι στρογγυλά και λεία, αλλά μπορεί να έχουν κι άλλα σχήματα.
Το μέγεθος των μαργαριταριών μετριέται σε χιλιοστά, όπου μετριέται η μικρότερη διάμετρος, ενώ τα μεγαλύτερα σε μέγεθος μαργαριτάρια θεωρούνται και τα πιο πολύτιμα.
Το χρώμα του μαργαριταριού καθορίζεται από το ίδιο το στρείδι και μπορεί να είναι λευκό, ροζ, γκρι, κρεμ, χρυσό και μαύρο.
Η γυαλάδα που εμφανίζει το μαργαριτάρι επηρεάζεται από την κρυσταλλοποίηση που έχει υποστεί το μαργαριτογόνο υλικό και δημιουργείται από την αντανάκλαση του φωτός στην επιφάνεια του μαργαριταριού. Η καθαρότητα ενός μαργαριταριού εξαρτάται από την επιφάνειά του και τα τυχόν στίγματα και εξογκώματα που υπάρχουν σε αυτή.
Με βάση τον παραπάνω διαχωρισμό ως προς το σχήμα, το χρώμα, τη γυαλάδα, το μέγεθος, την επιφάνεια, τα μαργαριτάρια διακρίνονται στους εξής τύπους-ποικιλλίες.
Τα μαργαριτάρια Νοτίων Θαλασσών (South Sea Pearls) έχουν σαν βασικό χαρακτηριστικό το μεγάλο μέγεθός τους, το φυσικό τους χρωματισμό και τη λάμψη τους. Βρίσκονται στις θάλασσες της Βόρειας Αυστραλίας, ενώ τα πιο διαδεδομένα και πολύτιμα είναι αυτά με χρυσό χρωματισμό. Το κοχύλι “pinctada maxima” στο οποίο καλλιεργούνται τα μαργαριτάρια Νοτίων Θαλασσών είναι το μεγαλύτερο κοχύλι το οποίο μπορεί να παράξει μαργαριτάρια, δίνοντάς τους χώρο να αναπτυχθούν. Τα μεγαλύτερα μεγέθη κυμαίνονται από 8mm έως 20mm. Τα μαργαριτάρια Νοτίων Θαλασσών εμφανίζουν ποικιλία οργανικών σχημάτων όπως στρογγυλό, σχεδόν στρογγυλό, μπαρόκ, κύκλο και σταγόνα. Τα στρογγυλά μαργαριτάρια είναι τα πιο περιζήτητα, αλλά και τα πιο σπάνια. Τα μαργαριτάρια αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα από άλλα είδη μαργαριταριών και έχουν ιδιαίτερη ποιότητα λάμψης και απαλή αντανάκλαση. Έχουν επίσης το πιο παχύ μάργαρο από όλα τα μαργαριτάρια που καλλιεργούνται.
Οι λόγοι για τους οποίους τα μαργαριτάρια Νοτίων Θαλασσών μπορούν να φτάσουν μεγάλα μεγέθη, ξεπερνώντας τα υπόλοιπα είδη, είναι το μέγεθος του κοχυλιού στο οποίο αναπτύσσεται, το μέγεθος του εμφυτεύματος, αλλά και το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται το στρείδι. Λόγω του μεγάλου μεγέθους που έχει το στρείδι, μπορεί να δεχτεί στο εσωτερικό του μεγαλύτερο εμφύτευμα, γεγονός που διευκολύνει την έκκριση και εναπόθεση του μαργάρου γύρω από τον πυρήνα, επιτεχύνοντας έτσι το μεταβολισμό του στρειδιού.
Οι εξαιρετικής καθαρότητας νότιες θάλασσες και η έντονη παρουσία πλαγκτόν, που αποτελεί τροφή για το κοχύλι, συμβάλλουν επίσης στην επιτάχυνση της παραγωγής του μαργάρου. Ο χρόνος συγκομιδής των μαργαριταριών Νοτιών Θαλασσών είναι σημαντικά μεγαλύτερος από άλλες ποικιλίες, γεγονός που δίνει στο μαργαριτάρι το χρόνο να ωριμάσει.
Υπάρχουν δύο ποικιλίες κοχυλιού “pinctada maxima” από τις οποίες παράγονται μαργαριτάρια. Πρόκειται για τιην ποικιλίες κοχυλιού με ασημί και με χρυσό χείλος. Ο διαχωρισμός τους γίνεται από τον χρωματισμό που έχουν στο εξωτερικό άκρο του εσωτερικού τους κελύφους. Ο συγκεκριμένος τύπος κελύφους είναι υπεύθυνος για το χρωματισμό που παίρνουν τα καλλιεργούμενα μαργαριτάρια και γι’ αυτό το όνομά του είναι “mother of pearl”. Τα μαργαριτάρια που προκύπτουν από στρείδι με χείλος ασημένιου χρώματος έχουν τόνους λευκού, ασημένιου και γαλάζιου, ενώ αυτά που προκύπτουν από στρείδι με χρυσό χείλος έχουν χρώμα κρεμ, σαμπανιζέ ή βαθύ χρυσό. Τα περισσότερα από τα μαργαριτάρια λευκής ποικιλίας συλλέγονται από τις ακτές της Βορειοδυτικής Αυστραλίας, ενώ η χρυσή ποικιλία από τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία.
Τα μαργαριτάρια Νοτίων Θαλασσών αξιολογούνται και κατατάσσονται σε 4 κατηγορίες με βάση κυρίως τη λάμψη, το σχήμα και την ποιότητα της επιφάνειας τους.
Στην κατηγορία Α, τα μαργαριτάρια παρουσιαζουν εξαιρετική λάμψη, στρογγυλό σχήμα και ελάχιστες κηλίδες στην επιφάνειά τους.
Στην κατηγορία Β, τα μαργαριτάρια έχουν υψηλή λάμψη, μερικές εμφανείς ατέλειες και στρογγυλό σχήμα.
Στην κατηγορία C, τα μαργαριτάρια εμφανίζουν μεσαίου επιπέδου λάμψη και οι ατέλειες καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας.
Στην κατηγορία D, το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας εμφανίζει ατέλειες αποκρύπτοντας τη λάμψη που έχουν οι υπόλοιποι βαθμοί.
Τα μαργαριτάρια Ταϊτής (Tahitian Pearls) παράγονται στις θάλασσες του Ειρηνικού Ωκεανού, γύρω από τα νησιά της Γαλλικής Πολυνησίας, γύρω από την Ταϊτή. Το χρώμα των μαργαριταριών Ταϊτής μπορεί να κυμαίνεται από λευκό έως μαύρο, ενώ μπορεί να έχουν και τόνους όπως πράσινο, ροζ, μπλε, ασημί και κίτρινο. Τα ιδανικότερα της ποικιλίας αυτής είναι αυτά που έχουν σκούρο τόνο, ενώ ένα αληθινό μαύρο μαργαριτάρι θεωρείται εξαιρετικά σπάνιο και ένα από τα πιο όμορφα είδη μαργαριταριού στον κόσμο. Τα περισσότερα μαργαριτάρια της Ταϊτής, ενώ φαίνονται μαύρα,είναι στην πραγματικότητα ασημί, γκρίζα ή σκούρα πράσινα. Το μεγάλο μέγεθος του στρειδιού στο οποίο μεγαλώνουν αυτά τα μαργαριτάρια, διευκολύνουν την ανάπτυξη του μαργαριταριού.
Τα μαργαριτάρια Cortez, καλλιεργούμενα στον κόλπο Κορτέζ της Καλιφόρνια, είναι πολύχρωμα και παρουσιάζουν εξαιρετικά ασυνήθιστους χρωματισμούς και έντονο ιριδισμό. Τα χρώματά τους κυμαίνονται από θερμούς έως ψυχρούς τόνους του λευκού, ασημί-γκρι, χάλκινο έως μαύρο, πράσινο, μπλε, χρυσί και μωβ. Τα μαργαριτάρια οφείλουν το όνομά τους στον κόλπο από τον οποίο προέρχονται και τον Ισπανό κατακτητή Cortez που έφτασε στις ακτές του Μεξικού το 1533.
Η ποικιλία μαργαριταριών Akoya αφορά τα κλασσικά, στρογγυλά μαργαριτάρια που καλλιεργούνται κυρίως σε αλμυρό νερό στην Ιαπωνία ή άλλες χώρες τα τελευταία χρόνια. Η διάστασή τους είναι από 3mm έως 11mm και εμφανίζονται συνήθως με λευκό ή κρεμ χρώμα.
Η ποικιλία μαργαριταριών Freshwater Pearls αφορά τα κλασσικά, στρογγυλά μαργαριτάρια που καλλιεργούνται κυρίως σε γλυκό νερό στην Ιαπωνία, τις ΗΠΑ και κυρίως την Κίνα. Εμφανίζονται συνήθως με λευκό ή κρεμ χρώμα.
Τα μαργαριτάρια Mabe – Blister είναι αυτά που έχουν ημισφαιρικό σχήμα, παρόμοιο με αυτό ενός κουμπιού. Τα μαργαριτάρια με το όνομα Mabe είναι αυτά που καλλιεργούνται, ενώ τα Blister είναι φυσικά. Χρησιμοποιούνται συνήθως σε δαχτυλίδια ή σκουλαρίκια λόγω της επίπεδης επιφάνειάς τους.
Τα Baroque μαργαριτάρια ονομάζονται όσα έχουν ακανόνιστο σχήμα και καλλιεργούνται σε γλυκά νερά. Το σχήμα τους μπορεί να είναι ωοειδές, καμπύλο ή άμορφο. Τα μαργαριτάρια που καλλιεργούνται σε γλυκό νερό παίρνουν αυτό το σχήμα λόγω του πυρήνα που εμφυτεύεται στο εσωτερικό τους, καθώς δεν είναι στρογγυλός, όπως στην περίπτωση των μαργαριταριών που καλλιεργούνται σε αλμυρό νερό.